- ὑποπεπτωκώς
- ὑποπίπτωfall underperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi … Hofmann J. Lexicon universale
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
υποπεπτωκότως — Α επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ επέκτ., με χαμέρπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek